χιλιόγραμμο

χιλιόγραμμο
kilogramme

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • χιλιόγραμμο — το, Ν 1. μετρολ. μονάδα μάζας και βάρους τού Διεθνούς Συστήματος, με σύμβολο kg, ισοδύναμη με χίλια γραμμάρια, κν. κιλό 2. φρ. α) «χιλιόγραμμο ανά μέτρο» μετρολ. μονάδα γραμμικής μάζας τού Διεθνούς Συστήματος ισοδύναμη με τη γραμμική μάζα… …   Dictionary of Greek

  • χιλιόγραμμο — το βάρος χιλίων γραμμαρίων, κιλό: Βάλτε μου πέντε χιλιόγραμμα αλεύρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κιλό ή χιλιόγραμμο — (kilo). Διεθνής μονάδα μέτρησης μάζας και βάρους. Υποδιαιρείται σε 1.000 γραμμάρια και συμβολίζεται διεθνώς με kg. Παλαιότερα, το χιλιόγραμμο οριζόταν ως η μάζα μιας κυβικής παλάμης (ή ενός λίτρου) αποσταγμένου ύδατος, θερμοκρασίας 4°C. Σήμερα… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

  • κιλό — το 1. μονάδα βάρους τών σωμάτων που ισοδυναμεί με χίλια γραμμάρια, το χιλιόγραμμο 2. το βάρος (α. «πόσα κιλά έχει;» πόσο ζυγίζει; β. «πρέπει να χάσει πολλά κιλά ακόμη» πρέπει να αδυνατίσει) 3. φρ. «με το κιλό» σε μεγάλη ποσότητα, με το σωρό… …   Dictionary of Greek

  • χιλιογραμμόμετρο — το, Ν χιλιόγραμμο ανά μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. kilogram meter < kilogram (βλ. χιλιόγραμμο) + meter (< μέτρο). Η λ., στον λόγιο τ. χιλιο γραμμόμετρον, μαρτυρείται από το 1876 στον Δ. Κ. Κοκίδη] …   Dictionary of Greek

  • Международная система единиц — Запрос «СИ» перенаправляется сюда; см. также другие значения. Иное название этого понятия  «SI»; см. также другие значения. Эту страницу предлагается переименовать в Система интернациональная. Пояснение прич …   Википедия

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • αλατότητα — Το σύνολο των αλάτων που είναι διαλυμένα στο νερό. Η α. εξαρτάται από τη θερμοκρασία και διαφέρει αισθητά στις θάλασσες (3,5%) και τις λίμνες (0,02%)· παρουσιάζει όμως διαφορές και από θάλασσα σε θάλασσα, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες. Η… …   Dictionary of Greek

  • αλιπηγή — η (Υδρολ.) κατηγορία χλωριονατριούχων ιαματικών πηγών στις οποίες τα στερεά συστατικά ξεπερνούν το 1, 5 γραμμάριο ανά χιλιόγραμμο ύδατος και τα κύρια ιόντα τους είναι Na + και Cl . [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλι * (< ἃλς, ἁλὸς) +… …   Dictionary of Greek

  • απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”